- διπλωματία
- Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες και τα μέσα. Παρότι υπό την έννοια της κρατικής δραστηριότητας μια μορφή δ. υπήρξε και στους πιο αρχαίους πολιτικούς σχηματισμούς (γραπτά κατάλοιπα διπλωματικών αποστολών και πράξεων διασώθηκαν σε πολυάριθμες ασσυριακές, χεττιτικές και αιγυπτιακές επιγραφές), η δ. ως σύνολο προσώπων που απασχολούνται επαγγελματικά στις διεθνείς σχέσεις εμφανίστηκε μόνο στους νεότερους χρόνους. Για πολύ καιρό, στο πλαίσιο του περιστασιακού χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων κρατών, η διπλωματική δραστηριότητα δεν υπήρξε παρά μέσο γνωριμίας (πρεσβείες με χαρακτήρα φιλοφρόνησης) και έκτακτων διαπραγματεύσεων, τις οποίες διεξήγαγαν μεμονωμένα άτομα ή αποστολές που διορίζονταν κατά καιρούς.
Η δ. διατήρησε αυτά τα χαρακτηριστικά σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και, μολονότι στη Βυζαντινή αυτοκρατορία εντοπίστηκαν τα πρώτα ίχνη μιας εξελιγμένης διπλωματικής υπηρεσίας, έστω και αν δεν ήταν ειδικευμένη, οι απεσταλμένοι στην αυλή του Βυζαντίου δεν είχαν την εξουσία να διαπραγματευτούν πολιτικές υποθέσεις. Στη Δύση οι βασιλιάδες διαπραγματεύονταν μέσω συναντήσεων κορυφής ή με τη μεσολάβηση πρεσβειών και πληρεξουσίων, οι συναντήσεις των οποίων πραγματοποιούνταν στα σύνορα μεταξύ των κρατών. Η έντονη διπλωματική δράση που ανέπτυξε ο πάπας εκείνη την εποχή, είτε για να προστατεύσει τα συμφέροντα της Εκκλησίας είτε ως μεσολαβητής μεταξύ άλλων ηγεμόνων, δημιούργησε ένα ισχυρό δίκτυο πολιτικοθρησκευτικών σχέσεων, αλλά δεν οδήγησε στην καθιέρωση μιας μόνιμης δ. Στον Μεσαίωνα ανάγεται η πρώτη εμφάνιση των προξένων, δηλαδή των πρακτόρων που εγκαθίστανται μόνιμα στο εξωτερικό με αποστολή να προστατεύουν τους ομοεθνείς τους.
Η μετατροπή της περιστασιακής δ. σε μόνιμες αποστολές, οι οποίες επιφορτίζονται με τη διατήρηση μόνιμων σχέσεων και αποτελούνται από δημόσιους λειτουργούς που διαδέχονται με κανονικότητα ο ένας τον άλλο, πραγματοποιήθηκε κυρίως στην Ιταλία του 15ου αι. Σε αυτό συνετέλεσε ιδιαίτερα η χρόνια ένταση των πολιτικών σχέσεων και η πολυπλοκότητα των συστημάτων συμμαχίας. Στην ειρήνη του Λόντι (1452) διαπιστώθηκε ήδη στην Ιταλική χερσόνησο ένα αυθεντικό σύστημα μόνιμης δ. μεταξύ Βενετίας, Ρώμης, Μιλάνου, Φλωρεντίας κλπ. Η μεταβολή αυτή προσέθεσε στις παραδοσιακές λειτουργίες της δ. (εθιμοτυπικές και διαπραγματεύσεων) τη βασική λειτουργία της πληροφόρησης σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούσαν στο κράτος όπου ήταν διαπιστευμένοι οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι (οι εκθέσεις των Ενετών πρέσβεων είναι κλασικές από την άποψη αυτή).
Για να προστατεύσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα, ειδικά η Βενετία και η Γένοβα, επεξέτειναν μονομερώς τη μόνιμη διπλωματική αντιπροσώπευσή τους, εκτός της Ιταλικής χερσονήσου, στη Βουργουνδία, στην Αγγλία και στη Γαλλία, διευρύνοντας το δίκτυο των μόνιμων πρακτόρων που είχαν αποστείλει εκεί οι μεγαλύτεροι διεθνείς εμπορικοί και τραπεζικοί οίκοι της Ιταλίας.
Οι μεγάλες μοναρχίες απέφυγαν αρχικά να μιμηθούν το ιταλικό παράδειγμα, από δυσπιστία και για λόγους υπεροψίας που εμπόδιζαν την αμοιβαιότητα, ειδικά με κράτη που θεωρούσαν κατώτερα. Οι Αψβούργοι ήταν οι πρώτοι που έσπευσαν να οργανώσουν μια αυθεντική διπλωματική υπηρεσία τον 16o αι. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι διέκοψαν τη διαδικασία γενίκευσης των διπλωματικών σχέσεων στην Ευρώπη, συνέτειναν μάλιστα στην ενίσχυση του συνωμοτικού χαρακτήρα της δ. (πρεσβευτές κακής θέλησης). Ωστόσο, ήδη από τις αρχές του 17ου αι., οι διεθνείς απαιτήσεις που ολοένα προέκυπταν, καθώς και η υποχώρηση των περιφερειακών απομονωτισμών, ευνόησαν την επάνοδο της δ. με πολλαπλές λειτουργίες αντιπροσώπευσης, διαπραγμάτευσης και πληροφοριοδότησης.
Η μόνιμη δ. υιοθετήθηκε στη συνέχεια από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη και μαζί της σταθεροποιήθηκαν οι υπηρεσίες υπουργείων Εξωτερικών, καθώς και η εξειδίκευση των διπλωματικών δραστηριοτήτων.
Η πολυμερής δ. δεν ήταν άγνωστη όταν συνήλθε το συνέδριο της Βιέννης: οι πολιτικοθρησκευτικές σύνοδοι του 14ου και του 15ου αι. αποτελούν παραδείγματα αυθεντικών διεθνών συνδιασκέψεων, τις οποίες είχαν ήδη μιμηθεί περιστασιακά στο ειδικότερο πολιτικό πεδίο η Γαλλία και η Ιταλία. Ωστόσο, τα πιο γνωστά συνέδρια ειρήνης (Βεστφαλία, Ουτρέχτη, Παρίσι, Βερσαλίες) υπήρξαν στην πραγματικότητα προκαλύμματα, συχνά μόνο επιφανειακά, διμερών διαπραγματεύσεων.
To συνέδριο της Βιέννης, με τον κανονισμό του βαθμού των διπλωματικών αντιπροσώπων, έθεσε εξάλλου τέρμα από νομική άποψη στις διπλωματικές συνέπειες της φεουδαρχικής ανισότητας των κρατών, που αντιλαμβάνονταν τη διεθνή κοινωνία ως μία πυραμίδα διαφορετικών βαθμίδων, με όλα τα άτοπα (ζητήματα προβαδίσματος) και τις συγχύσεις που δημιουργούσε η φεουδαρχική αυτή αντίληψη. Αναγνωρίστηκε η αρχή της νομικής ισότητας όλων των κρατών και οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι υποδιαιρέθηκαν σε τρεις τάξεις διαφορετικού βαθμού, στην καθεμία από τις οποίες το προβάδισμα κάθε αντιπροσώπου καθοριζόταν από την αντίστοιχη αρχαιότητα διαπίστευσης στην πρωτεύουσα της δύναμης. Οι αντιπρόσωποι της πρώτης τάξης (νούντσιοι του πάπα και πρεσβευτές) θεωρούνταν παραδοσιακά αρμόδιοι να αντιπροσωπεύουν τον αρχηγό του κράτους προσωπικά, ενώ οι αντιπρόσωποι της δεύτερης τάξης (ιντερνούντσιοι, έκτακτοι απεσταλμένοι και πληρεξούσιοι υπουργοί) τον αντιπροσώπευαν μόνο στις διάφορες ειδικές υποθέσεις του· οι αντιπρόσωποι της τρίτης τάξης (επιτετραμμένοι) αντιπροσώπευαν μόνο την αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία. To συνέδριο του Ακυϊσγράνου (Άαχεν, 1818), που αναθεώρησε τον κανονισμό της Βιέννης ορίζοντας ότι στις διεθνείς πράξεις οι υπογραφές των κρατών οφείλουν να ακολουθούν αλφαβητική σειρά, παρενέβαλε μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης τάξης τους προσέδρους υπουργούς. Η κατηγορία αυτή έπεσε σύντομα σε αχρηστία και οι τρεις παραδοσιακές τάξεις παρέμειναν, όχι μόνο για να υποδηλώνουν τους βαθμούς της διπλωματικής σταδιοδρομίας στο εσωτερικό των κρατικών διοικήσεων, αλλά και τη μεγαλύτερη ή μικρότερη σημασία που κάθε κράτος απέδιδε στις σχέσεις του με τα άλλα κράτη.
Ο κανονισμός της Βιέννης εξακολουθεί να ισχύει στα ουσιώδη στοιχεία του μέχρι σήμερα, αφού βελτιώθηκε και ολοκληρώθηκε από τη σύμβαση της Βιέννης για τις διπλωματικές σχέσεις, την οποία επικύρωσε τον Απρίλιο του 1961 η συνδιάσκεψη που συγκάλεσαν τα Ηνωμένα Έθνη. Το κείμενο της σύμβασης, το οποίο κωδικοποιεί έθιμα και συνήθειες που είχαν ήδη καθιερωθεί στη διεθνή πρακτική, συστηματοποιεί τόσο τη διπλωματική αντιπροσώπευση όσο και τις κάθε λογής και σημασίας διαπραγματεύσεις που ανήκουν στην αρμοδιότητά της.
Σύμφωνα με έναν παραδοσιακό κανόνα, που επικυρώθηκε και από τη σύμβαση του 1961, τα μέλη της διπλωματικής αντιπροσωπείας πρέπει να είναι, κατά κανόνα, πολίτες του κράτους στο οποίο ανήκει η διπλωματική αντιπροσωπεία. Το κράτος, πριν διορίσει τον αρχηγό της αντιπροσωπείας του σε ένα ξένο κράτος, οφείλει να ζητήσει προκαταβολικά την έγκριση του τελευταίου: ο αρχηγός της αποστολής παρουσιάζει, στη συνέχεια, τα διαπιστευτήρια έγγραφα στο αρμόδιο όργανο του κράτους όπου διορίστηκε (αρχηγό του κράτους για τους πρεσβευτές, νούντσιους, πληρεξούσιους υπουργούς και ιντερνούτσιους· υπουργό Εξωτερικών για τους επιτετραμμένους). Ανάλογη διαδικασία έγκρισης του διορισμού μπορεί να ζητηθεί από το κράτος υποδοχής για τη διαπίστευση στρατιωτικών, ναυτικών και αεροναυτικών ακολούθων, ενώ για τα άλλα μέλη της αντιπροσωπείας είναι αρκετή η ανακοίνωση του διορισμού τους στο υπουργείο Εξωτερικών πριν από την άφιξή τους. Σε οποιαδήποτε στιγμή και χωρίς να είναι απαραίτητη η δικαιολόγηση της απόφασής του, το κράτος υποδοχής μπορεί να χαρακτηρίσει τον αρχηγό ή άλλο μέλος της αποστολής ως persona non grata, με συνακόλουθη υποχρέωση για το κράτος το οποίο αντιπροσωπεύει να ανακαλέσει αυτό το πρόσωπο.
Η θεμελιώδης αρχή που διέπει τους όρους της δημιουργίας και του βαθμού των διπλωματικών αποστολών είναι η αρχή της συμφωνίας μεταξύ του κράτους που αποστέλλει και του κράτους που δέχεται τη διπλωματική αποστολή. Σε ό,τι αφορά τις διαβαθμίσεις, παραμένουν αμετάβλητες οι τρεις τάξεις που προβλέφθηκαν στον Κανονισμό της Βιέννης του 1815, αλλά η διάκριση διατηρεί τη σημασία της μόνο σε ό,τι αφορά το προβάδισμα και τα υπόλοιπα ζητήματα πρωτοκόλλου. Το προβάδισμα μέσα σε κάθε τάξη καθορίζεται πάντοτε από την αρχαιότητα διαπίστευσης, με εξαίρεση τον εκπρόσωπο του Βατικανού: από αυτό επιβεβαιώνεται ρητά o κανόνας ότι στις χώρες καθολικού θρησκεύματος επιφυλάσσεται σταθερά η θέση πρύτανη του διπλωματικού σώματος στον αποστολικό νούντσιο.
Αντίθετα με όσα καθορίστηκαν το 1815, η διάκριση βαθμού δεν έχει την παραμικρή επίπτωση στην ικανότητα των αρχηγών των διπλωματικών αποστολών, οι οποίοι είναι στο σύνολό τους εξουσιοδοτημένοι να ασκούν τις διπλωματικές λειτουργίες: vα αντιπροσωπεύουν το διαπιστεύον κράτος στο κράτος όπου είναι διαπιστευμένοι· να προστατεύσουν απέναντι στο ίδιο κράτος τα συμφέροντα του διαπιστεύσαντος κράτους και των υπηκόων του (χωρίς vα αποκλείεται η δυνατότητα η διπλωματική αποστολή να εκτελεί και προξενικές αρμοδιότητες)· να διαπραγματεύονται με το κράτος στο οποίο είναι διαπιστευμένοι· να συγκεντρώνουν πληροφορίες για τις συνθήκες και τα γεγονότα του φιλοξενούντος κράτους με σκοπό να κατατοπίζουν σχετικά την κυβέρνησή τους. Για την εκπλήρωση της αποστολής τους οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι οφείλουν να χρησιμοποιούν θεμιτά μέσα· o κανόνας αυτός αποτελεί εξειδίκευση του καθήκοντος της αποστολής να σέβεται το νομικό καθεστώς του υποδεχόμενου κράτους. Άλλος γενικός και απαράβατος περιορισμός είναι το καθήκον της μη ανάμειξης στα εσωτερικά ζητήματα του κράτους. Παράλληλα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της η διπλωματική αποστολή δεν έχει δικαίωμα να προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές του κράτους, αλλά οφείλει να αναφέρεται αποκλειστικά στο υπουργείο Εξωτερικών της χώρας που τη φιλοξενεί.
Αντίβαρο στους περιορισμούς και στις υποχρεώσεις της διπλωματικής αποστολής αποτελούν τα προνόμια και οι ασυλίες που το υποδεχόμενο κράτος οφείλει να της εγγυηθεί, για να διασφαλίσει την πλήρη και ειρηνική εκτέλεση των καθηκόντων της. Η έδρα της αποστολής καλύπτεται από το απαραβίαστο, δηλαδή το υποδεχόμενο κράτος υποχρεώνεται να απέχει από κάθε κυριαρχική πράξη (έρευνες, επιτάξεις, κατασχέσεις) και να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εμποδίσει την παραβίαση ή την πρόκληση ζημιών στους χώρους της αποστολής (στους οποίους τα όργανα του υποδεχόμενου κράτους δεν μπορούν να εισέλθουν παρά με τη συγκατάθεση του αρχηγού της αποστολής). Σε αυτό το απαραβίαστο, που επεκτείνεται επίσης στα μεταφορικά μέσα της αποστολής, προστίθενται η δημοσιονομική ασυλία και η τελωνειακή ατέλεια. Το υποδεχόμενο κράτος οφείλει εξάλλου να αναγνωρίζει και να προστατεύει την ελευθερία επικοινωνίας της αντιπροσωπείας, η οποία μπορεί να χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσο γι’ αυτό τον σκοπό, όπως τα ειδικά ταχυδρομεία και τα κρυπτογραφικά τηλεγραφήματα. Η επίσημη αλληλογραφία της αποστολής είναι απαραβίαστη, όπως είναι απαραβίαστη η λεγόμενη διπλωματική βαλίτσα.
Στις ασυλίες και στα προνόμια που αναφέρονται στην αποστολή προστίθενται εκείνα που αφορούν το πρόσωπο του αρχηγού της αντιπροσωπείας και των άλλων διπλωματικών αντιπροσώπων, οι οποίοι καλύπτονται από το απαραβίαστο του προσώπου (δεν μπορούν, δηλαδή, να συλληφθούν ούτε να τους ασκηθεί οποιαδήποτε μορφή καταναγκασμού) και από την απόλυτη εξαίρεση από την ποινική δικαιοδοσία, καθώς και από μία ευρεία εξαίρεση από την αστική δικαιοδοσία του κράτους υποδοχής. Οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι έχουν εξάλλου δημοσιονομική και τελωνειακή ασυλία, ενώ η νομική τους κατάσταση εκτείνεται σε όλους τους οικείους τους που διαμένουν μαζί τους, αρκεί να είναι πραγματικά μέλη της οικογένειάς τους και να έχουν αναγγελθεί κατά την άφιξή τους στο υπουργείο Εξωτερικών.
Στην περίπτωση κατά την οποία οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ δύο κρατών βρίσκονται σε κρίση, το κράτος υποδοχής οφείλει να διευκολύνει την αναχώρηση των μελών της διπλωματικής αποστολής και των οικείων τους από το έδαφός του, εξασφαλίζοντας σε αυτά, έως εκείνη τη στιγμή, τη μεταχείριση που δικαιούνται. Αμετάβλητη παραμένει επίσης η υποχρέωση να διασφαλίζεται το απαραβίαστο των εγκαταστάσεων και των αρχείων της αποστολής, των οποίων η φύλαξη –με εντολή του κράτους στο οποίο ανήκουν και με συγκατάθεση του υποδεχόμενου κράτους– μπορεί να αναληφθεί από ένα τρίτο κράτος. Όλες οι υποχρεώσεις που αναφέρθηκαν οφείλουν να τηρούνται όταν, συγχρόνως με τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων, ή στη συνέχεια, προκληθεί εμπόλεμη κατάσταση.
Ενώ η θέση και η μεταχείριση των διπλωματικών αντιπροσώπων, όπως καθορίζονται από τη σύμβαση του 1961, δεν αποτελούν παρά την υλοποίηση όσων είχαν καθιερωθεί από το συνέδριο της Βιέννης του 1815 και από τη διεθνή πρακτική που επακολούθησε, στο ίδιο χρονικό διάστημα μεταβλήθηκαν πολύ τα καθήκοντα και το ύφος της διπλωματικής δραστηριότητας.
Ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος σήμανε το τέλος της περιόδου που θεωρείται η κλασική εποχή της ευρωπαϊκής δ. Κατά την εποχή αυτή, στη διάρκεια του 17ου, του 18ου και του 19ου αι., η δ. διαμορφώθηκε με βάση το γαλλικό πρότυπο όσον αφορά τη γλώσσα και τη μορφή και ανατέθηκε σε πρόσωπα που, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη. Οι συνήθειες και το επαγγελματικό πνεύμα αυτής της τάξης υποβίβαζαν μεγάλο μέρος των διεθνών επαφών στο επίπεδο προσωπικών σχέσεων, οι οποίες διέθεταν τα χαρακτηριστικά της απαραίτητης διακριτικότητας, ώστε οι διαπραγματεύσεις να διεξάγονται με τις μεγαλύτερες προφυλάξεις. Ολόκληρo το σύστημα της παραδοσιακής δ. είχε δημιουργηθεί σύμφωνα με την αρχή της μυστικότητας των διαπραγματεύσεων.
Η μυστική δ. αντικαταστάθηκε σταδιακά από την αρχή της δημόσιας δ., που έγινε δεκτή στην πράξη από τις ΗΠΑ και την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Ο σχηματισμός του πρώτου διεθνούς οργανισμού, της Κοινωνίας των Εθνών, θεσμοποίησε στο μεταξύ την πολυμερή δ., η οποία έκτοτε αναπτύχθηκε και διαδόθηκε ως βασικό στοιχείο των διεθνών σχέσεων. Η πολυμερής δ. απέκτησε νέα σπουδαιότητα μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, με την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και των πολυάριθμων άλλων πολυμερών οργανισμών που συγκροτήθηκαν κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία.
Η υπέρτατη ευθύνη για τη διεξαγωγή του πολέμου και τη σύναψη της ειρήνης στην περίοδο ανάπτυξης ολοένα ταχύτερων επικοινωνιών, προσέδωσε υπεροχή στην άμεση δ., η οποία συνίστατο σε συναντήσεις των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, ειδικά έπειτα από τις συνδιασκέψεις των μεγάλων δυνάμεων κατά την τελευταία περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Τα παραδοσιακά μέσα της δ. καταδικάστηκαν σε παρακμή με την αυξανόμενη ευχέρεια μετακίνησης των υπεύθυνων πολιτικών, η οποία ευνοεί την άμεση γνωριμία μεταξύ των πρωταγωνιστών της διεθνούς σκηνής.
Παρ’ όλα αυτά, όπως κατά τον Μεσαίωνα οι ηγεμόνες συναντιόνταν με τη συνοδεία εμπειρογνωμόνων ή περιορίζονταν να παρασταθούν στις διαπραγματεύσεις, έτσι και στον σύγχρονο κόσμο η δ. έχασε κατά ένα μέρος τον εμφανή ρόλο της ως πρωταγωνιστή, κέρδισε όμως σε βάθος και σε κατάρτιση κατά την προπαρασκευαστική και ανιχνευτική εργασία που επιτελεί.
Η διπλωματία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά την κρίση στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Στη φωτογραφία, ο τότε βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρ. Χόλμπρουκ, ένας από τους κύριους συντελεστές της προσπάθειας, με τον Κροάτη πρόεδρο Φ. Τούτζμαν και τον Αμερικανό πρέσβη στην Κροατία το 1995.
Δεξίωση προς τιμήν του Διπλωματικού Σώματος από τον πρόεδρα της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, τον Ιανουάριο του 2002 (φωτ. ΑΠΕ).
Η υπογραφή της γαλλοελβετικής συνθήκης φιλίας (1663), παρουσία του Λουδοβίκου ΙΔ’.
Η διπλωματική οργάνωση των ευρωπαϊκών κρατών είχε μεγάλη ανάπτυξη στις αρχές του 16ου αι., γεγονός που απεικονίζεται και στην τέχνη της εποχής, όπως στο έργο «Οι πρεσβευτές» (1533) του Χανς Χόλμπαϊν του Νεότερου (Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο).
* * *η1. το έργο, η ιδιότητα τού διπλωμάτη2. η ικανότητα στη διαχείριση τών εξωτερικών υποθέσεων ενός κράτους3. το σύνολο προσώπων και υπηρεσιών που ασχολούνται με τις εξωτερικές υποθέσεις μιας χώρας4. η ικανότητα για συνεννοήσεις και συναλλαγές5. ανειλικρίνεια, κρυψίνοια, διπροσωπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. diplomatic. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγέλου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.